τούρλα — (I) η, Ν 1. καθετί που έχει στρογγυλό σχήμα με μυτερή κορυφή 2. χαμηλός στρογγυλός λόφος 3. (ως επίρρ.) τουρλωτά 4. φρ. «στην τούρλα τού Σαββάτου» την τελευταία στιγμή, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρούλ(λ)α με μετάθεση τού ρ… … Dictionary of Greek
τουρλώνω — και τρουλώνω Ν [τούρλα] 1. συγκεντρώνω υλικά για να σχηματίσω τούρλα, να κάνω σωρό 2. προβάλλω κάτι σαν σφαίρα, κάνω κάτι να προεξέχει σαν σφαίρωμα («γιατί τουρλώνεις έτσι την κοιλιά σου;») 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) τουρλωμένος, η, ο… … Dictionary of Greek
Erymanthos — (Ερύμανθος) Erymanthos Höhe 2.224 m (Olenos/Olonos (Ωλενός/Ωλονός)) … Deutsch Wikipedia
Σάββατο — Έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας, αφιερωμένη στον Κύριο. Η αρχαιότερη βιβλική νομοθεσία καθόριζε την ημέρα αυτή για πλήρη ανάπαυση, συνδέοντας την με την «ανάπαυση» του θεού κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας (Γένεσις β’, Ικ.ε.), καθώς και… … Dictionary of Greek
τουρλίδα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι στη λιμνοθάλασσα Κλείσοβα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσολογγίου. * * * η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού μεγαλόσωμου… … Dictionary of Greek
τουρλόπαπας — ο, Ν 1. παπάς με χοντρή κοιλιά 2. το πουλί τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τούρλα + παπάς] … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek
Παντιερονήσια — Συστάδα μικρών νησιών ανάμεσα στην Πάρο και στην Αντίπαρο και κοντά στον δίαυλο που είναι γνωστός ως Δίαυλος δεκατεσσάρων ποδών. Από τα Β προς τα Ν, τα νησιά αυτά είναι: Παντιερονήσι, Τηγάνι, Γλαρόπουντα, Πρέζα, Τούρλα και Ανάβαθη … Dictionary of Greek
Πάρνωνας — Όρος της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, με ψηλότερη κορυφή τη Μεγάλη Τούρλα (1.935 μ.). Επιμήκης σχηματισμός με δειναρική κατεύθυνση, ογκώδης αρχικά στα όρια Αρκαδίας Λακωνίας, όπου βρίσκονται και οι ψηλότερες κορυφές του (Γαϊτανοράχη 1.803 μ.,… … Dictionary of Greek
turlă — TÚRLĂ, turle, s.f. 1. Construcţie de formă cilindrică sau prismatică poligonală, de înălţime relativ mare, care face parte din complexul arhitectural al bisericilor, înălţându se deasupra acoperişului. 2. Construcţie de lemn, de metal etc.… … Dicționar Român